- σιδηροφορώ
- σιδηροφορῶ, -έω, ΝΑ [σιδηροφόρος](ενεργ. και μέσ.) φέρω σιδερένια όπλα, είμαι οπλισμένος, οπλοφορώ («σιδηροφοροῡντες... πελέκεις», Διόδ.)αρχ.1. φορώ σιδερένια δακτυλίδια2. μεσ. σιδηροφοροῡμαι, -έομαιπροχωρώ συνοδευόμενος ή περιφρουρούμενος από οπλοφόρους («Κλωδίου δὲ σιδηροφορουμένου περὶ τὸ βουλευτήριον», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.